-
1 δυσμενής
A hostile,ἄνδρες δ. Il.5.488
; δυσμενέες enemies, 16.521, cf. Schwyzer 84.12;δυσμενέων ὄχλος A.Th. 234
(lyr.), cf. 366 (lyr.), Hdt.3.82, S.Aj. 662 ([comp] Sup.), etc.;οἱ ὑμέτεροι δ. X.HG5.2.33
: c. dat.,τῷ πατοῦντι δυσμενεῖς A.Ag. 1193
, cf. S.Ph. 585;οὐδὲν τυράννου -έστερον πόλει E.Supp. 429
: less freq. c. gen., ἄνδρα δ. χθονός an enemy of the land, S.Ant. 187, cf. Ph.2.136. Adv. -;δ. ἔχειν τινί Isoc.3.5
;πρὸς τὴν πόλιν Id.14.6
:—poet. [full] δυσμενέως, Nonn.D.21.85 (v.l.).II rarely of things,δ. χοαί S.El. 440
;δυσμενὲς ὁ τοῦ πλεονεκτεῖν ἔρως X.Mem.2.6.21
, cf. E.Alc. 617 (v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσμενής
См. также в других словарях:
πατώ — και πατάω / πατῶ, έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ 1. έχω ή βάζω το πόδι μου πάνω σε κάτι, σε έναν τόπο ή σε ένα αντικείμενο (α. «πάτησα ένα καρφί» β. «χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», Σοφ.) 2. λεηλατώ, διαρπάζω, κυριεύω (α. «πατήσανε το κάστρο» β. «πόλιν...… … Dictionary of Greek